«Το τελευταίο διάστημα βιώνουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις και συναισθήματα όλοι μας. Κυρίαρχο συναίσθημα, φυσικά, ο φόβος –ο φόβος του άγνωστου, ο φόβος της ασθένειας, ο φόβος της απώλειας, ο φόβος του θανάτου, ο φόβος του αφανισμού. Στην αρχή ο καθένας μας έχει τον δικό του τρόπο, τις δικές του άμυνες να αντιμετωπίσει αυτό που βιώνει ως απειλή (Π. χ. κάποιοι κλείνουν τα μάτια και σφυρίζουν αδιάφορα , σαν να μην τους αφορά ή το αποδίδουν σε θεωρίες συνωμοσίας, κάποιοι άλλοι προσπαθούν να ελέγξουν τα πάντα ώστε να μην τους ξεφύγει τίποτα κλπ.)
ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ;
Στην συνέχεια, μετά το πρώτο σοκ, θα πρέπει να ξεκινήσει σιγά- σιγά η διαδικασία προσπάθειας προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Στην διαδικασία αυτή είναι πολύ βοηθητικό να επικοινωνούμε τα άγχη μας, τις αγωνίες μας, τις σκέψεις μας, όποιες και να είναι αυτές, με ανθρώπους που εμπιστευόμαστε και μας κάνουν να νιώθουμε ασφαλείς. Η εξωτερίκευση όλων αυτών των σκέψεων που μας κατακλύζουν είναι πάντα βοηθητική. Κάθε τι όταν μπαίνει σε λέξεις, αρχίζει να παίρνει μορφή και να αποκτά νόημα. Παράλληλα, εξίσου βοηθητική είναι και η οργάνωση της μέρας όπως και η καλύτερη οργάνωση του χώρου μας διότι όχι μόνο διευκολύνουν την καθημερινότητά μας αλλά προσφέρουν και μια πλαισίωση που είναι απαραίτητη σε όλους μας. Η οργάνωση του «έξω», όσο αυτή είναι εφικτή, βοηθάει και στην οργάνωση του «μέσα».
Κάπου εκεί , θα μπορούσαμε να πούμε ότι είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε στα παιδιά για όλο αυτό, πέρα από τις γενικές πληροφορίες και οδηγίες που εννοείται ότι οφείλουμε να έχουμε ήδη δώσει από την αρχή. Και φυσικά να ακούσουμε και να αντέξουμε ό, τι εκείνα έχουν να πουν.
Το πότε ο καθένας μας θα είναι έτοιμος να κάνει αυτή την κουβέντα με τα παιδιά του είναι σχετικό.
Όταν τα παιδιά ακούνε κάποιον να τους μιλάει, δεν ακούνε μόνο τις λέξεις, τις πληροφορίες δηλαδή. Ακούνε και βλέπουν πρώτα το συναίσθημα εκείνου που μιλάει, όπως αυτό μεταδίδεται μέσα από την φωνή του και την έκφρασή του. Έχει μεγάλη σημασία τα λόγια και η γενικότερη αίσθηση που μεταδίδεται στο παιδί να είναι εναρμονισμένα. Διαφορετικά τα παιδιά μπερδεύονται πολύ και αγχώνονται ακόμα περισσότερο.
Τους μιλάμε για τα συναισθήματα που μπορεί να βιώνουν και τα καθησυχάζουμε προσφέροντάς τους ένα περιβάλλον όσο το δυνατόν περισσότερο σταθερό και ασφαλές.
Απαντάμε σε όλες τις ερωτήσεις τους, με τρόπο που να μπορούν να καταλάβουν. Λέμε πάντα την αλήθεια. Και φυσικά η απάντηση «δεν το ξέρω αυτό» θα χρειαστεί πολλές φορές να δοθεί μιας και οι απορίες τους συχνά θα έχουν να κάνουν με θέματα που πραγματικά κανείς δεν ξέρει.
Ορισμένες καταστάσεις μπορεί να εγείρουν έντονο άγχος στα παιδιά, όπως ακριβώς μπορεί να συμβεί και με τους ενήλικες.
Τα παιδιά εκφράζουν το άγχος με διάφορους τρόπους όπως με διαταραχές ύπνου ή/ και πρόσληψης τροφής, σωματικές αιτιάσεις, αυξημένη προσκόλληση, αυξημένη κινητικότητα, διαταραχές συμπεριφοράς, συχνοουρία, τικ, κ.ά. Τα συμπτώματα αυτά συνήθως είναι παροδικά και με την κατάλληλη φροντίδα μπορούν να ξεπεραστούν.
Η δυνατότητα διατήρησης ενός ασφαλούς πλαισίου, μιας σταθερής καθημερινότητας με επικοινωνία και παιχνίδι αποτελούν τους βασικούς κανόνες της σωστής φροντίδας ενός παιδιού σε τέτοιες περιόδους.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα παιδιά έχουν την δυνατότητα μέσα από την δημιουργικότητα και την φαντασία τους να εκφράζουν το άγχος τους στο παιχνίδι και να το νοηματοδοτούν. Αυτό είναι ένας επιπλέον λόγος που κάνει το παιχνίδι πολύ σημαντικό. Εκτός από διασκεδαστικό και εκπαιδευτικό είναι και απέραντα θεραπευτικό. Είναι ο ασφαλής χώρος μέσα στον οποίο το παιδί μπορεί να εκφράσει τους μεγαλύτερούς του φόβους, να τους δώσει όνομα, μορφή και να τους αντιμετωπίσει.»
ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΟΣ
ΒΑΛΑ ΜΗΛΙΑ